- πέλωρος
- -ώρη, -ον και πέλωρος, -ον, Α1. τεράστιος, τερατώδης, υπερμεγέθης, πελώριος2. φοβερός, τρομερός3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πέλωραγιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» ή πιθανότερα < πέλωρον].
Dictionary of Greek. 2013.